μεταποιώ

μεταποιώ
(ΑΜ μεταποιῶ, -έω, σπάν. -όω)
μεταβάλλω την υφή ή τη μορφή ενός πράγματος, μετασκευάζω, μετασχηματίζω
μσν.
υποστηρίζω, συμπαρίσταμαι, βοηθώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω
2. (με γεν.) καταδιώκω
3. (το μέσ.) μεταποιοῡμαι, -έομαι
(με γεν.) α) μοχθώ, κοπιάζω για κάτι, προσπαθώ, αγωνίζομαι
β) αντιποιούμαι, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι
4. (το παθ.) μεταποιοῡμαι, -όομαι
είμαι προικισμένος με διαφορετική ποιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταποιώ — μεταποιώ, μεταποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταποιώ — μεταποίησα, μεταποιήθηκα, μεταποιημένος, αλλάζω τη μορφή κάποιου πράγματος, μετασχηματίζω, μετατρέπω, μετασκευάζω: Μεταποίησε το νυφικό της μητέρας της για να το φορέσει στο δικό της γάμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταποιῶ — μεταποιέω alter the make of pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεταποιέω alter the make of pres ind act 1st sg (attic epic doric) μεταποιέω alter the make of pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεταποιέω alter the make of pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταποίηση — η (ΑΜ μεταποίησις) [μεταποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταποιώ, μεταβολή, τροποποίηση, μετασχηματισμός («αυτό το φόρεμα θέλει μεταποίηση») νεοελλ. (οικον.) α) δραστηριότητα που συνίσταται στον μετασχηματισμό πρώτων υλών και άλλων υλικών… …   Dictionary of Greek

  • συμμεταποιώ — (I) έω, Α [μεταποιῶ] συμμεταβάλλω*. (II) όω, Μ [μεταποιῶ] (κυρίως το παθ.) συμμεταποιοῡμαι, όομαι μεταβάλλομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • αμεταποίητος — η, ο (Α ἀμεταποίητος, ον) [μεταποιῶ] νεοελλ. (για ενδύματα κ.λπ.) αυτός που δεν μεταποιήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταποιηθεί, να αλλάξει μορφή, σχέδιο αρχ. 1. αυτός που δεν μετέβαλε σύσταση, ο αναλλοίωτος 2. δύσπεπτος, δυσκολοχώνευτος …   Dictionary of Greek

  • αναποιώ — ἀναποιῶ ( έω) (ΑΜ) μσν. επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώ αρχ. 1. παρασκευάζω 2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3) …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαξεύω — (Μ) μεταποιώ, μετασκευάζω, τροποποιώ κάτι λαξεύοντάς το …   Dictionary of Greek

  • μεταποιή — μεταποιή, ἡ (Α) [μεταποιώ] αλλαγή κυριότητας ή ιδιοκτησίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”