- μεταποιώ
- (ΑΜ μεταποιῶ, -έω, σπάν. -όω)μεταβάλλω την υφή ή τη μορφή ενός πράγματος, μετασκευάζω, μετασχηματίζωμσν.υποστηρίζω, συμπαρίσταμαι, βοηθώαρχ.1. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω2. (με γεν.) καταδιώκω3. (το μέσ.) μεταποιοῡμαι, -έομαι(με γεν.) α) μοχθώ, κοπιάζω για κάτι, προσπαθώ, αγωνίζομαιβ) αντιποιούμαι, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι4. (το παθ.) μεταποιοῡμαι, -όομαιείμαι προικισμένος με διαφορετική ποιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.